- ζύμη
- η (AM ζύμη)όξινο φύραμα αλευριού το οποίο, όταν αναμιχθεί με μεγάλη μάζα αλευριού και νερού, προκαλεί τη ζύμωσή της, προζύμι, μαγιάνεοελλ.1. το μίγμα από αλεύρι και νερό, το ζυμάρι2. μτφ. το ψυχικό φύραμα κάθε ατόμου, η μάζα τών ψυχικών του ιδιοτήτων και προδιαθέσεων, η φύση του («αυτό το παιδί είναι από καλή ζύμη»)3. (χημ. τροφ.) στον πληθ. οι ζύμεςμονοκύτταροι κατά κανόνα οργανισμοί μέλη της οικογένειας Saccharo-mycetaceae, που είναι παράγοντες τής αλκοολικής ζύμωσης στην μπίρα, στο κρασί, στον μηλίτη και ενεργά στοιχεία τής μαγιάς στην αρτοποιία4. φρ. «ζύμη προζύμι» — είδος παιχνιδιούαρχ.1. (για είδος ζύθου) η μαγιά τής μπίρας2. μτφ. ο ζήλος («ἑορτάζωμεν μὴ ἐν ζύμῃ παλαιᾷ», ΚΔ)3. (μτφ. με κακή σημασία) ψευδοδιδασκαλία, διαφθορά, φαυλότητα, ηθική κατάπτωση («προσέχετε άπὸ τῆς ζύμης τῶν Φαρισαίων», ΚΔ).[ΕΤΥΜΟΛ. Θεωρείται μετονοματικό παράγ. (κατά το αλς > άλμη) και ανάγεται πιθ. σε ΙΕ τ. *ius-ma «σούπα, ζουμί», από τον οποίο παράγονται το αρχ. ινδ. yus και το λατ. iūs «σούπα, ζουμί». Η ερμηνεία αυτή παρουσιάζει σημασιολογικά προβλήματα, επειδή η σημασία τού ζύμη διαφέρει σημαντικά από τη σημασία τών άλλων ΙΕ προελεύσεως λέξεων με τις οποίες συνδέεται. Ο ίδιος ο αρχικός ΙΕ τ. *ius-ma συνδέεται πιθ. με κάποιο ΙΕ ρ. με σημασία «αναμιγνύω, ανακατεύω», όπως συνάγεται από τα αρχ. ινδ. yauti και λιθ. jauju, jauti, ρήματα με την ανωτέρω σημασία.ΠΑΡ. ζυμόω (> ζυμώνω)αρχ.ζυμίζω, ζυμίτης, ζυμώδηςμσν.- νεοελλ.ζυμάρι(ον).ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) ζυμοειδήςαρχ.ζυμουργόςνεοελλ.ζυμέλαιο, ζυμογόνο, ζυμόμετρο, ζυμομύκης, ζυμοτεχνία(Β' συνθετικό) άζυμος, εύζυμοςαρχ.ακρόζυμος, απόζυμος, κατάζυμοςνεοελλ.αυτόζυμος, ένζυμος, επτάζυμος, εφτάζυμος].
Dictionary of Greek. 2013.